προαγορέω

προαγορέω
προᾱγορέω, [dialect] Dor. for προηγορέω, IG14.952 ([place name] Agrigentum).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προαγορεῦσαι — προαγορέω pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) προαγορεύω tell beforehand aor inf act προαγορεῦσαι , προαγορεύω tell beforehand aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγορεῦσαν — προαγορέω pres part act fem acc sg (epic doric ionic) προαγορεύω tell beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg προαγορεῦσαν , προαγορεύω tell beforehand aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηγορώ — έω, δωρ. τ. προαγορέω, Α [προήγορος] 1. είμαι συνήγορος κάποιου στο δικαστήριο, συνηγορώ, υπερασπίζω κάποιον («προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης», Ξεν.) 2. (για Ρωμαίους υπάτους) είμαι αρχαιότερος στη σειρά 3. (στον δωρ. τ.) προαγορέω έχω το αξίωμα… …   Dictionary of Greek

  • προαγορεύσας — προαγορεύσᾱς , προαγορέω pres part act fem acc pl (epic doric ionic) προαγορεύσᾱς , προαγορέω pres part act fem gen sg (doric) προαγορεύσᾱς , προαγορεύω tell beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαγορεύσᾱς , προαγορεύω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”